- Αἰγαίῳ
- Αἰγαί̱ῳ , Αἰγαῖοςmount Idamasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
GYARUS et GYAROS — GYARUS, et GYAROS ins. maris Aegaei, una ex Sporadibus, in quam Romani noxios suos deportabant. De qua Ovid. l. 7. Met. v. 469. Et Gyaros, nitidaeque ferax Peparethus olivae. Item Gyara plur. num. Iuv. Sat. 1. l. 1. v. 73. Aude aliquid brevibus… … Hofmann J. Lexicon universale
NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… … Hofmann J. Lexicon universale
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
υλήεις — και δωρ. τ. ὑλάεις, εσσα, εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α 1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση 3. φρ. «δι ὑλάεσσαν ἀταρπόν» διά μέσου τού δάσους (Ανθ.… … Dictionary of Greek